άλεση

άλεση
[-ις (-εως)] η см. άλεσμα 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "άλεση" в других словарях:

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • άλεση — η το να αλέθει κανείς, το άλεσμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεστικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει για την άλεση: Πήραν μια φτηνή αλεστική μηχανή. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλεστικά η αμοιβή του μυλωνά για την άλεση: Ανέβηκαν φέτος τα αλεστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλεσμα — το (Μ ἄλεσμα) [ἀλῶ] αυτό που αλέστηκε, το προϊόν τής άλεσης νεοελλ. 1. το να αλέθει κανείς, η άλεση 2. αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί …   Dictionary of Greek

  • άλησις — (I) ἄλησις ( εως), ο (Α) [ἀλῶμαι] περιπλάνηση, περιφορά (τού ήλιου). (II) ἄλησις ( εως), η (Α) [ἀλῶ] άλεση, άλεσμα …   Dictionary of Greek

  • αλεσιά — η [αλέθω] 1. άλεση, άλεσμα 2. ποσότητα δημητριακών, καφέ κ.λπ., που παίρνουμε με ένα άλεσμα …   Dictionary of Greek

  • αλεσμός — ἀλεσμός, ο (Α) [ἀλῶ] άλεση, άλεσμα …   Dictionary of Greek

  • αλεστικός — ή, ό (Μ ἀλεστικός, ή, όν) [αλεστής] 1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή») 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικά η δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή τού μυλωνά …   Dictionary of Greek

  • αλετός — ἀλετός, ο (Α) [ἀλῶ] 1. το άλεσμα, η άλεση 2. το προϊόν τού αλέσματος, το αλεύρι …   Dictionary of Greek

  • αλευρόμυλος — Συσκευή, μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλευριού από την άλεση δημητριακών, οσπρίων κλπ. Η μέθοδος αυτή, τουλάχιστον στην εμβρυακή της μορφή, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια (χειρόμυλος). Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»